- τιμονιάρισμα
- το, -ατος1. το κράτημα του τιμονιού, η οδήγηση.2. διακυβέρνηση, διοίκηση, κουμάντο: Το τιμονιάρισμα του υπουργού δεν είναι καλό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.